- βραχειῶν
- βραχύςshortfem gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Djerba — جربة (ar) Carte topographique de l’île Gé … Wikipédia en Français
Jerba — Djerba Djerba جربة (ar) Carte topographique de l île … Wikipédia en Français
βαλανηφάγος — βαλανηφάγος, ο (Α) αυτός που τρώει βαλανίδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < βάλανος + φαγος < φαγείν, απρμφ. αόρ. β του εσθίω, με ᾱ (ιων. αττ. η ) αντί ο προς αποφυγή τριών βραχείων συλλαβών] … Dictionary of Greek
θεο- — (AM θεο ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής ελληνικής που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή για χάρη τού θεού ή έχει ως αντικείμενο τον θεό («θεόδμητος», «θεοσεβής», «θεόφρων»)… … Dictionary of Greek
λειψανηλόγος — λειψανηλόγος, ον (Α) αυτός που συλλέγει λείψανα, υπολείμματα, απομεινάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < λείψανο + λόγος (< λόγος). Το συνδετικό φωνήεν η οφείλεται σε λόγους μετρικούς (αποφυγή αλλεπάλληλων βραχειών συλλαβών)] … Dictionary of Greek
λιμενήοχος — λιμενήοχος, ον (Α) αυτός που περιέχει, που περικλείει τον λιμένα («λιμενήοχος ἄκρη», Απολλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λιμήν, ένος + συνδετικό φωνήεν η (για μετρικούς λόγους, προς αποφυγή τών αλλεπάλληλων βραχειών συλλαβών) + οχος (< ἔχω), πρβλ.… … Dictionary of Greek
λύση — (Βιολ.). Η διάλυση, η ρήξη ή η καταστροφή των κυττάρων, των μικροοργανισμών ή των πολυκύτταρων οργανισμών γενικότερα, λόγω της επίδρασης διαφόρων φυσικών, χημικών ή βιολογικών παραγόντων. Η λ. των κυττάρων μερικές φορές παρουσιάζεται ως αυτόλυση … Dictionary of Greek
μέτρο — Υπόγειος ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, που έχει ως βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τη μεγάλη ταχύτητα μεταφοράς, την πυκνότητα των σταθμών ανάμεσα στην αφετηρία και στο τέρμα (500 1000μ.) καθώς και την αξιοπιστία ως μέσο μεταφοράς. Οι σιδηροδρομικές… … Dictionary of Greek
μολοσσός — Σκύλος εξαιρετικά ρωμαλέος και θαρραλέος, από τον οποίο χαρακτηρίστηκε και ο τύπος των μολοσσοειδών. Κατά την αρχαιότητα υπήρχαν μακεδονικοί και ρωμαϊκοί μολοσσοί· ο σημερινός μ. προέρχεται από μια φυλή που ζει από αιώνες στην Καμπανία της… … Dictionary of Greek
νεήτομος — νεήτομος, ον (Α) αυτός που ευνουχίστηκε πρόσφατα ή κατά τη νεότητά του. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)* + τομος (< τόμος < τέμνω) πρβλ. ημί τομος, μεσό τομος. Το η τού τ. (αντί νεότομος) οφείλεται σε μετρικούς λόγους για την αποφυγή τών αλλεπάλληλων… … Dictionary of Greek